- ἡμιχολώδης
- ἡμι-χολ-ώδης, ες, halbgallig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ημιχολώδης — ἡμιχολώδης, ες (Α) 1. ο εν μέρει χολώδης 2. αυτός που έχει εν μέρει ασθενική, χολερική κράση … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek